Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Το όνειρο του νοικοκυρεμένου και επιχειρηματικού πανεπιστημίου σε μια νοικοκυρεμένη πόλη είναι εφιάλτης !

Το κείμενο είναι αναδημοσίευση από τις Προκηρύξεις της Συνέλευσης Εργαζομένων/ανέργων από την Πλατεία Συντάγματος: https://synelefsi-syntagmatos.espivblogs.net/2020/02/24/otan-akoys-gia-anaptyxi-anaplasi-kathariotita-kai-ayxisi-ton-misthon-kai-ton-syntaxeon-etoimasoy-gia-mia-nea-epithesi-enantia-sto-proletariato/  (24/02/2020) 


    Η προηγούμενη κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει την ταξική ειρήνη, παρουσιάστηκε ως πολιτική δύναμη που «δικαιώνει» αγώνες. Αγώνες που είχαν προηγηθεί και των οποίων η μορφή και το περιεχόμενο είχε ως ένα βαθμό καθοριστεί από τις φιλοσυριζάδικες κινηματικές δυνάμεις. Μέρος της αφομοιωτικής της πολιτικής ήταν να χαϊδέψει μεταξύ άλλων και τα αυτιά του αγωνιζόμενου κομματιού της πανεπιστημιακής κοινότητας. Από τις πρώτες της κινήσεις το 2015 ήταν να επαναπροσλάβει τους απολυμένους –από το 2013– διοικητικούς υπαλλήλους, όπως έκανε και με τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, τους καθηγητές των ΕΠΑΛ και τους σχολικούς φύλακες. Σε δεύτερο χρόνο, ξεμπέρδεψε με ορισμένες πλευρές του νόμου Διαμαντοπούλου (ο οποίος είχε βέβαια εν μέρει «μείνει στα χαρτιά»): κατάργησε τα Συμβούλια Ιδρύματος, ακύρωσε το όριο φοίτησης (ν+2), επανέφερε το άσυλο –όλα πάγια αιτήματα του φοιτητικού κινήματος–, δεν θέλησε όμως, βέβαια, να εμποδίσει την ουσία του: την εμβάθυνση της επιχειρηματικοποίησης των πανεπιστημίων.
     Από το 2015 και ύστερα, πέρα από κάποιους σποραδικούς αγώνες (με προεξέχον το παράδειγμα του αγώνα για τη φοιτητική στέγη με την πολυήμερη κατάληψη του ΙΝΕΔΙΒΙΜ), το κίνημα στα πανεπιστήμια, σε σύμπνοια με την υπόλοιπη  κοινωνία, δεν κατάφερε να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στην –προσεκτικά σχεδιασμένη από την αριστερά του κεφαλαίου– επίθεση στον κοινωνικό μισθό. Δεν κατάφερε, επομένως, να ανακόψει τη διαδικασία συνεχιζόμενης επιχειρηματικοποίησης των πανεπιστημίων και τη συνεπακόλουθη εντατικοποίηση και όξυνση του ελέγχου της παραγωγικής και αναπαραγωγικής εργασίας φοιτητών και ερευνητών. Ούτε και ανέτρεψε την αφομοιωμένη συνθήκη του να δουλεύεις παράλληλα με τις σπουδές σου (συνήθως μαύρα), το καθεστώς των κακοπληρωμένων κι απλήρωτων πρακτικών, ή τη σταδιακή εξώθηση σε επέκταση του φοιτητικού βίου με την κωδική ονομασία «μεταπτυχιακές σπουδές» (βλ. 120% αύξηση μεταπτυχιακών φοιτητών την τελευταία δεκαετία και αύξηση του αριθμού των μεταπτυχιακών προγραμμάτων από μόλις 51 το 1993 σε 1481 το 2019), πληρώνοντας μάλιστα δίδακτρα (στο 82% των προγραμμάτων).
      Η δεξιά του κεφαλαίου, σήμερα, έχει μπροστά της ένα σώμα ψηφοφόρων με πολύ διαφορετικές προσδοκίες και ένα σχετικά εξασθενημένο (φοιτητικό) κίνημα. Αναλαμβάνει λοιπόν να επιταχύνει τη διαδικασία εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Δρα χειρουργικά. Δεν καταθέτει μια-κι-έξω ένα ολοκληρωμένο νομοσχέδιο για την εκπαίδευση. Χωρίς να χάνει χρόνο, μέσα στον Αύγουστο του 2019, επιλέγει να περάσει την άρση του πανεπιστημιακού ασύλου με τροπολογία του ισχύοντος νόμου. Η υπουργός, με δηλώσεις της, δεν διστάζει να μιλήσει για ηλεκτρονικές μπάρες και facecontrol στις εισόδους των πανεπιστημιακών χώρων – προφανώς για να αποστειρώσει τους χώρους της ακαδημαϊκής βιομηχανίας από πιθανούς σαμποτέρ! Λίγους μήνες μετά, ημέρα Κυριακή, η αστυνομία μπαίνει στην ΑΣΟΕΕ και σφραγίζει πολιτικούς χώρους φοιτητικών συλλογικοτήτων. Την επομένη, μπουκάρει ξανά με στόχο να διώξει όσους και όσες επέλεξαν να εισέλθουν στον προαύλιο χώρο διαμαρτυρόμενοι/ες για την επιβολή λοκ-άουτ από τις πρυτανικές αρχές. Χτυπά και συλλαμβάνει κόσμο, ακόμα και κατά την επιστροφή του στο σπίτι. Γιατί τα κάνει όλα αυτά; Γιατί το κράτος θέλει ένα περιφραγμένο πανεπιστήμιο επιχείρηση! Προσπαθεί να τρομοκρατήσει και να περιθωριοποιήσει τα αντιστεκόμενα κομμάτια των φοιτητών. Επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις εισβολές μπάτσων σε ανοιχτούς και κατειλημμένους πανεπιστημιακούς χώρους που αξιοποιούνται παραδοσιακά από τις προλετάριες και τους προλετάριους –φοιτητές, «εξωπανεπιστημιακούς» οργισμένους ανέργους και απείθαρχες εργαζόμενες– ως κέντρα αγώνα και πεδία αποφενακισμένης επικοινωνίας. Φτάνει τον Ιανουάριο να αναγγείλει τη δημιουργία ειδικής δομής της αστυνομίας ενάντια στη «ριζοσπαστικοποίηση». Ακόμη, με την ευγενή σύμπραξη της βιομηχανίας του θεάματος, καταφέρνει να ενισχύσει την καμπάνια διάχυσης ηθικού πανικού με ρητορικές «σπασμένου παράθυρου» περί «γκέτο σε πανεπιστήμια», «γροθιάς που γίνεται καλάσνικοφ», «διαμαρτυρίας που γίνεται γιάφκα παρανομίας». Μετατοπίζει έτσι τον δημόσιο διάλογο μακριά από το ζήτημα της (μη) ικανοποίησης των προλεταριακών αναγκών.
       Η επίθεση όμως εκτείνεται σε πολλά μέτωπα. Με εμβόλιμα άρθρα στον αναπτυξιακό νόμο τον Οκτώβρη, και με τον νέο νόμο για τα ΑΕΙ τον Ιανουάριο του 2020, η κυβέρνηση κατοχυρώνει την επαγγελματική ισοδυναμία των πτυχίων των πανεπιστημίων με αυτά των ιδιωτικών κολεγίων και επικυρώνει την δυνατότητα προσλήψεων αποφοίτων κολεγίων σε πόστα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η Κεραμέως αποφεύγει τεχνηέντως το μπλέξιμο με αναθεωρήσεις συνταγματικών άρθρων. Συνδυαστικά με τις δηλωμένες προθέσεις και κινήσεις του υπουργείου για κατάργηση τμημάτων και περιορισμό των εισακτέων στην τριτοβάθμια, ένα τέτοιο μέτρο οδηγεί στην αύξηση του αριθμού όσων πληρώνουν δίδακτρα για σπουδές. Δυστυχώς, οι μικρές αντιστάσεις απέναντι σε αυτή τη διάταξη δεν εστίασαν τόσο στο ζήτημα της συνεχιζόμενης μετακύλισης του κόστους φοίτησης προς τους σπουδαστές και τους αντίστοιχους οικονομικούς φραγμούς που ορθώνονται, αλλά στη διόγκωση του αθέμιτου ανταγωνισμού για την ανεύρεση εργασίας. Το ζητούμενο για το προλεταριακό κίνημα δεν είναι να βαθύνουμε κι άλλο τις μεταξύ μας διαιρέσεις, αλλά να υπερασπιστούμε συλλογικά τις «νόμιμες» και «άνομες» ανάγκες μας· να μη ζητάμε προνόμια, να διεκδικούμε μισθό, μεγάλο μισθό!
      Από την έκρηξη της κρίσης εκμεταλλευσιμότητας της εργασίας –που στην Ελλάδα εκδηλώθηκε το 2009– μέχρι σήμερα, η σταδιακή μετατόπιση της κρατικής χρηματοδότησης από τους προϋπολογισμούς των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (-65%) προς την έρευνα και ανάπτυξη (+56%), σε συνδυασμό με τις περικοπές των αποθεματικών των πρώτων και τη συγχώνευση τμημάτων, αποτελούν βασικές τεχνικές μείωσης των κρατικών δαπανών προς μη κερδοφόρες δραστηριότητες. Ταυτόχρονα συνιστούν μια κλασική ανά τον κόσμο κρατική στρατηγική για τη συνάρτηση της βιωσιμότητας των ιδρυμάτων με την επέκταση της εσωτερικής λιτότητας και την αύξηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
     Αυτή η στρατηγική πλέον εξελίσσεται. Με τον ίδιο νόμο του Γενάρη για τα ΑΕΙ, κατοχυρώνεται η εξάρτηση του ύψους της κρατικής χρηματοδότησης κάθε ιδρύματος από το βαθμό ικανοποίησης κριτηρίων όπως: η αριθμητική αναλογία αποφοίτων προς εισερχόμενους φοιτητές, η επαγγελματική απορρόφηση, ο αριθμός «Κέντρων Αριστείας» εντός των ιδρυμάτων, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου από τους ίδιους τους φοιτητές, ο αριθμός ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών και ξένων φοιτητών, ο βαθμός εμπλοκής των εργαστηρίων σε έργα για την εμπορική αξιοποίηση της έρευνας, διάφοροι δείκτες που αφορούν τις επιδόσεις καθηγητών και ερευνητών σε επίπεδο επιστημονικών δημοσιεύσεων και διασύνδεσης με άλλα ιδρύματα ή «επιστημονικές εταιρείες». Συνεπώς, σχολές που δεν βαθαίνουν επαρκώς τις σχέσεις τους με το κύκλωμα παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων, θα υποχρηματοδοτούνται και πιθανώς θα σβήνονται από τον ακαδημαϊκό χάρτη. Με τον εν λόγω νόμο καταργούνται άλλωστε 37 υπό δημιουργία τμήματα ΑΕΙ, ανοίγοντας το δρόμο σε αντίστοιχα ιδιωτικά κολλέγια.
     Οι φοιτητές κατάφεραν να οργανώσουν κάποιες αντιστάσεις απέναντι στα νέα νομοθετήματα αλλά όχι με τη δυναμική παλαιότερων ετών. Το υπουργείο, επιλέγοντας μια πολιτική φθοράς, αποφεύγοντας δηλαδή να ανακοινώσει μια μοναδική ημερομηνία «ορόσημο» γύρω από την οποία θα ξεδιπλώνονταν οι αγώνες, έχει καταφέρει να οξύνει τον διχασμό μεταξύ των φοιτητών σε σχολές που το προηγούμενο εξάμηνο υιοθέτησαν την πρακτική των ολιγοήμερων ανά βδομάδα καταλήψεων. Εφόσον το φοιτητικό σώμα έχει αποδεχτεί μοιρολατρικά τον επιβεβλημένο από τα πάνω όρο για υποχρεωτική πραγματοποίηση συγκεκριμένου αριθμού εβδομάδων παράδοσης κάθε μαθήματος, οι διοικητικές αρχές μπορούν, ως απάντηση στις χαμένες ώρες λόγω κατάληψης, αν όχι να ακυρώσουν εξεταστικές, σίγουρα να παρατείνουν το εξάμηνο μικραίνοντας παράλληλα τις διακοπές του καλοκαιριού. Εννοείται πως μ’ αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η μάζα των αγανακτισμένων υποστηρικτών των «ανοιχτοσχολάκηδων». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τελευταίοι κατάφεραν να δουν, πιο αποτελεσματικά ίσως και από τους αντιπάλους τους, το πώς μπορεί να συνδεθεί η επίθεση στους χώρους εργασίας με αυτή στις σχολές: λίγο καιρό μετά την ψήφιση του «αναπτυξιακού» που προέβλεπε την καθιέρωση ηλεκτρονικών ψηφοφοριών για τα σωματεία εργαζομένων, σε διάφορες γενικές συνελεύσεις σχολών τέθηκε επί τάπητος το ίδιο ζήτημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τυπικά τουλάχιστον, εγκρίθηκε ο εν λόγω τρόπος λήψης αποφάσεων.
     Πλέον, αναμένουμε το νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο. Δεδομένων των δηλώσεων της Κεραμέως, περιμένουμε ότι μέσω αυτού θα επιδιωχθεί: ο συνυπολογισμός των μαθητικών επιδόσεων σε κάθε τάξη του Λυκείου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια και η καθιέρωση ελάχιστης βάσης με συνακόλουθη μείωση των εισακτέων και στροφή στην όλο και πιο υποβαθμισμένη τεχνική (κρατική ή ιδιωτική) εκπαίδευση· η «αυτοαξιολόγηση» των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού έργου των εργαζομένων· το ξεσκαρτάρισμα φοιτητών μέσω της επαναφοράς του ν+2 ή ν+3· η επέκταση της μπίζνας των ιδρυμάτων μέσω της καθιέρωσης ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών (βλέπε ήδη το ανακοινωμένο προπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ «Archeology, History and Literature in Ancient Greece» για φοιτητές χωρών εκτός ΕΕ με δίδακτρα 6.000 ευρώ το χρόνο)· η ενίσχυση των συμφωνιών με εργολαβίες με τη μορφή ΣΔΙΤ (βλέπε ήδη την προκήρυξη διαγωνισμού για σύμπραξη που αφορά στην κατασκευή και τεχνική διαχείριση εστιών του Πανεπιστημίου Κρήτης)· η αναμόρφωση των διοικητικών οργάνων του πανεπιστημίου με στόχο τη διασύνδεση των ιδρυμάτων με την αγορά και, τέλος, η ανανέωση του θεσμικού πλαισίου για την προώθηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας μέσω της καθιέρωσης ευρεσιτεχνιών και της δημιουργίας ημι-αυτόνομων επιχειρήσεων (spin-offs) για να εισρέουν ακόμη περισσότερα ευρωπαϊκά κονδύλια για έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και μέσω της περαιτέρω αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας τους (βλ. σχέδια για μετατροπή της κατάληψης Rosa Nera σε… κυριλέ ξενοδοχείο).
     Η (ανώτατη) εκπαίδευση αλλάζει ταχέως. Με αυτό, σε καμία περίπτωση βέβαια δεν εννοούμε ότι υπερασπιζόμαστε τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος. Και εκείνη και η τωρινή νεοφιλελεύθερη εκδοχή συνιστούν την κεντρική μορφή θεσμοποίησης του διαχωρισμού χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας και των μηχανισμών μετάδοσης και παραγωγής γνώσης. Γνώσης που όσο κι αν θέλει να αυτοπροβάλλεται ως προϊόν της αυτονομημένης σφαίρας της επιστημονικής πρακτικής, γεννήθηκε στην πραγματικότητα απαλλοτριώνοντας την τεχνική εμπειρία εργατών/τριών και άμεσων παραγωγών, ακόμα και τις λαϊκές πρακτικές ιατρικής και αντισύλληψης γυναικών – εκείνων που κυνηγήθηκαν ως μάγισσες. Γνώσης μέσω της οποίας επαναπροσδιορίστηκαν με όρους παθολογίας και παρέκκλισης πτυχές της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Γνώσης που επανακωδικοποιήθηκε με την επιστημονική γλώσσα για να τεθεί εκ νέου στην υπηρεσία των μηχανισμών πειθάρχησης και άντλησης υπεραξίας.
     Είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό, το πανεπιστήμιο, όπως κάθε καπιταλιστικός θεσμός, μόνο ταξικά ουδέτερο δεν είναι. Είναι μάλιστα μία δυναμική σχέση. Πάντοτε προσάρμοζε τη λειτουργία του στο ξεχωριστό ανά εποχή μοντέλο συσσώρευσης· προϊόν το ίδιο της εξέλιξης της ταξικής πάλης. Τώρα αναδύεται μπροστά μας το επιχειρηματικό μοντέλο πανεπιστημίου που με λίγα λόγια σημαίνει: λειτουργία με ακόμη εντονότερο προσανατολισμό στην άμεση άντληση υπεραξίας, επισφαλειοποίηση και αυστηροποίηση  των όρων εργασίας, μετακύλιση του κόστους φοίτησης στις πλάτες της εργατικής τάξης, περίφραξη και αποστείρωση. Αυτά έχουμε να πολεμήσουμε!
{...}


Και ο επίλογος από ποιους θα γραφτεί;
{ …}
Τη σημερινή επίθεση της εξουσίας δεν πρέπει να την αντιληφθούμε ως αποσπασματικές κινήσεις πότε ενάντια στο πανεπιστημιακό άσυλο, άλλοτε ενάντια στην «ανομία» στη γειτονιά των Εξαρχείων και άλλοτε ενάντια στις καταλήψεις μεταναστών. Αντίθετα πρόκειται για μια προσεκτικά σχεδιασμένη, συνολική και συνδυασμένη με την υποτίμηση του μισθού της εργατικής τάξης επίθεση στην οποία αντίστοιχα πρέπει από την πλευρά μας να απαντήσουμε συνολικά με ένα ριζοσπαστικό προλεταριακό κίνημα ντόπιων και μεταναστών, εργαζόμενων και ανέργων, μόνιμων και προσωρινών,  ώστε να αντισταθούμε στην περαιτέρω απαξίωση της ζωής μας. Να παραμερίσουμε τους αριστερούς εξουσιαστές που στον προηγούμενο γύρο υποτίμησης μάς πούλησαν το παραμύθι ενός δικαιότερου και ανθρωπινότερου καπιταλισμού και, παρά το ότι μας φόρεσαν στο κεφάλι τα λεγόμενα «ματωμένα πλεονάσματα» μέχρι το 2060, φιλοδοξούν να εξακολουθήσουν να το παίζουν σωτήρες μας. Είναι στο χέρι της εργατικής τάξης να σταματήσει κάποια στιγμή να ακολουθεί τους ολετήρες της και να ορθώσει τη δικιά της αυτόνομη και άμεση δράση μέσα στα σωματεία, ώστε να τα αναγκάσει να πάψουν να αναμασάνε (σα να μην έλαβε χώρα μια τόσο μεγάλη απαξίωση της εργασιακής δύναμης την τελευταία δεκαετία) τις ίδιες πάντα λογικές της διαίρεσης, της ανάθεσης, της πελατείας κοκ. Είναι ζωτική η ανάγκη για μαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων σε εργασιακούς και πανεπιστημιακούς χώρους, για συγκρότηση επιτροπών αγώνα χωρίς τους επαγγελματίες του συνδικαλισμού και των κομμάτων στις τάξεις τους, για δημιουργία διακλαδικών συνελεύσεων εργαζομένων και ανέργων, για ανασύνθεση των αγώνων που θα ανακόψουν την όρεξη ντόπιου και ξένου κεφαλαίου για φθηνή, ευέλικτη και υποταγμένη εργασιακή δύναμη και θα στείλουν μια και καλή στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας όλα τα κακοστημένα αφηγήματα για «καθαριότητα» «κανονικότητα», «ανάπλαση» και κυρίως για «ανάπτυξη για όλους», με την οποία εννοούν την ανάπτυξη του κεφαλαίου, αυτού του βρικόλακα που τρέφεται από την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας.
Ως άμεσα βήματα δεν έχουμε προς το παρόν να προτείνουμε άλλη λύση από τη συζήτηση όλων των πλευρών της επίθεσης στο προλεταριάτο μέσα στις επιμέρους συνελεύσεις αγώνα (είτε είναι οι συνελεύσεις για την υπεράσπιση των καταλήψεων είτε οι συνελεύσεις για την υπεράσπιση του ασύλου είτε οι συνελεύσεις των σωματείων) και η συμμετοχή του ενός κομματιού της τάξης στους αγώνες του άλλου. Οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή είναι ελάχιστες λόγω της ήττας (ή μάλλον, λόγω της «νίκης») του κινήματος την περίοδο 2015-2019. Δεν έχουμε όμως άλλη οδό από το να ξαναρχίσουμε από το μηδέν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου