Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Με αφορμή... το προσοντολόγιο


       Οι μεταπολιτευτικοί αγώνες για τον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών προσδιορίζονταν από το κοινωνικο -οικονομικό πλαίσιο της εποχής τους και δεν κατάφεραν να αμφισβητήσουν τα όριά του. Η επετηρίδα του μεταπολιτευτικού κράτους πρόνοιας συμβόλιζε το συλλογικό δικαίωμα στη δουλεία. Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ το 1998 συμπτωματικά ( ; ) συνέπιπτε με την ενταξιακή ολοκλήρωση  της Ελλάδας στην Ε.Ε. Σήμερα, το προσοντολόγιο ψηφίζεται μέσα σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική επιβαλλόμενη από την Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ και τον Ο.Ο.Σ.Α.
     Όλα αυτά τα χρόνια, αργά και σταθερά το δικαίωμα στη σταθερή δουλειά καταρρέει και τη θέση του παίρνει το ξέφρενο κυνήγι της, με όρους και συνέπειες που έχουν περιγραφεί εκτενώς. Το προσοντολόγιο, πιο συγκεκριμένα, επιβάλλει στον ιδιώτη πτυχιούχο, ως νομοθετημένη προϋπόθεση για την πιθανή πώληση της πνευματικής του δύναμης, την προηγηθείσα εμπορευματική αγορά της. Με λίγα λόγια «αγοράζω χωρίς να ξέρω αν θα πουλήσω, προκειμένου να επιβιώσω, για να καταφέρω να ξαναγοράσω...» κοκ. Αυτό το βάρβαρο, χυδαίο, φαύλο κύκλο της εργασιακής εκμετάλλευσης συσκοτίζει ο Υπουργός Παιδείας, που βαφτίζοντας το κρέας «ψάρι» μιλά για «έγκυρο τρόπο διορισμών», «επιστημονική συγκρότηση», «αντισυνταγματικότητα της προϋπηρεσίας», «δίκαιη επιλογή», «αυθαίρετη συσχέτιση προσοντολογίου με την αξιολόγηση» (Alfavita, 8.01.2019).
     H μοριοδότηση των προσόντων, λοιπόν, συνιστά αγοροπωλησία αγοράζω τίτλους σπουδών από τη βιομηχανία των ΑΕΙ κλπ και τους πουλάω στο συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος. Από την άλλη, αγοροπωλησία συνιστά και η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας, γιατί εξαργυρώνει την ήδη καταβληθείσα κοινωνική εργασία του ανέργου. Αγοροπωλησία, όμως, ήταν και η επετηρίδα, διότι το κράτος – εργοδότης αγόραζε το πτυχίο ανάλογα με το χρόνο κτήσης του.
Γ. Γαϊτης, Καπέλα
        Τα κινήματα διεκδίκησης της εργασίας για τους εκπαιδευτικούς, που ήταν κινήματα σοβαρής συσπείρωσης, δε θέλησαν να δουν την εμπορευματική συναλλαγή που περιγράψαμε. Μπορεί οι μορφές της εμπορευματικής συναλλαγής να αλλάζουν, αυτή όμως εν τέλει καθορίζεται από την ίδια σχέση∙ τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Αυτή η σχέση ήταν, είναι και θα είναι εκμεταλλευτική, εμπορευματική, ανταγωνιστική. Γιατί όταν κερδίζει ο εργοδότης, χάνει ο μισθωτός εργαζόμενος. Γιατί η ασφάλεια του κράτους (συλλογικός καπιταλιστής) προϋποθέτει την ανασφάλεια του εργαζόμενου. Γιατί η σταθερότητα του ενός προϋποθέτει την ευελιξία του δεύτερου. Και αντίστροφα.
      Aυτή τη σχέση ουδέποτε την αποκάλυπτε ο Αριστερός συνδικαλισμός, αλλά πάντα έμενε στις δυσλειτουργίες της, εν προκειμένω την ανεργία. Όπως επίσης, μόλις που κατάφερνε να ψυθιρίσει ότι η κύρια πλευρά της εκπαιδευτικής λειτουργίας  είναι το να αναπαράγει τους φορείς διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών και να τους προσανατολίζει, σύμφωνα με τις ανάγκες του καπιταλισμού, στις θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός (καπιταλιστικός) καταμερισμός εργασίας. Το κράτος, δηλαδή, πληρώνει ειδικευμένους εργαζόμενους, ώστε «αθόρυβα» να διαιωνίζουν τον καπιταλισμό με το σχολείο της αμάθειας. Κατά κανόνα, απέκρουε την κοινωνική ανισότητα και τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση.
     Η μεταπολιτευτική συνδικαλιστική και πολιτική μας πείρα σε σχέση με τα παραπάνω είναι πολύ φτωχή. Η θεωρητική οκνηρία, εξάλλου, αναπαράγει τη σύγχυση που δημιουργείται, καθώς η παραδοσιακή και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά υποκλίνεται στο αυθόρμητο των αγωνιστών που συσπειρώνεται στις επιτροπές και στα σωματεία. Από την άλλη πλευρά, οι αγώνες με αιχμές συντεχνιακά αιτήματα οδηγούν σε Πύρρειες «νίκες», που είτε παθητικοποιούν και απογοητεύουν αγωνιστές με κοινωνικές αναζητήσεις, είτε τους εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα όργανα συνδιαχείρισης, είτε στη χειρότερη των περιπτώσεων, τούς δείχνουν το δρόμο του συμβιβασμού. Για όλους αυτούς τους λόγους το φωτεινό παράδειγμα των εκπαιδευτικών χάνει πολύ από τη λάμψη του και τονίζει ακόμα περισσότερο την αλήθεια ότι αυθόρμητα οι εργαζόμενοι μπορεί να φτάσουν ως την πολιτική στα πλαίσια του συστήματος με τη μια ή την άλλη εκδοχή της, είτε τον αναρχοσυνδικαλισμό.
      Σήμερα το αίτημα μαζικοί διορισμοί των αναπληρωτών προβάλλεται ξανά ως αιχμιακό. Οι κινητοποιήσεις εντάσσουν στο κίνημα νέες δυνάμεις, οι οποίες ή θα αποστρατευτούν αν βολευτούν με αλλαγή της μοριοδότησης στα προσόντα ή θα απογοητευτούν γιατί δεν απαντιέται το πανκοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας. Όσο για τις αναγκαίες συμμαχίες με τους νεολαίους (φοιτητές, μαθητές) δεν επιτυγχάνονται όσο το σχολείο της αμάθειας και η υποβάθμιση των πτυχίων διατυπώνονται μόνο στις προκηρύξεις, χωρίς πρωτοβουλίες δημιουργίας γεγονότων έξω από τα σχολεία και μέσα στα πανεπιστήμια. Η νίκη προϋποθέτει ένα κίνημα που θα ζητά απαγόρευση των απολύσεων, μείωση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και όλων των εργαζόμενων (χωρίς μείωση μισθού), μείωση των μαθητών ανά τμήμα, βελτίωση των υποστηρικτικών δομών. Ανοικτά ΠΥΣΔΕ και ΑΠΥΣΔΕ. Συλλόγους που θα αποφασίζουν οι ίδιοι για την τύχη του σχολείου τους. Ενιαία δομή σωματείων δασκάλων και καθηγητών. Δουλειά για όλους τώρα. Μόρφωση για τα παιδιά της εργατικής τάξης.
      Η πάλη με βάση αυτό το δίπολο φτάνει το ρεφορμισμό και τον κινηματισμό στα όριά του και δημιουργεί όρους για πολιτικές σχέσεις μεταξύ πρωτοπόρων αγωνιστών.
      Βάσω Μούρτζη