Η άνοδος των συνδικαλιστικών παρατάξεων των ΔΑΚΕ, ΣΥΝΕΚ και ΠΕΚ δεν αντιστοιχεί, βέβαια, σε πύκνωση της ενεργητικότητας στη βάση τους. Το αντίθετο: Επικυρώνει τη, σχεδόν, άνευ όρων και ορίων ανάθεση. Ήταν αναμενόμενη επίσης, διότι στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο από τη μια μεριά ηττήθηκε η αριστερά με τη διαδοχή των γεγονότων που όλοι ζήσαμε (ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις μέχρι το 2013-14, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αποτυχία πραγμάτωσης του «όχι» στο δημοψήφισμα του ΄15, νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση από μια πολλά υποσχόμενη αριστερή κυβέρνηση, υποχώρηση των κινημάτων). Από την άλλη μεριά, δεν έγινε δυνατή η διατήρηση και ενδυνάμωση δομών από τα κάτω που να δίνουν μια νέα πνοή και ορίζοντα στον αγώνα (ταξικά πρωτοβάθμια σωματεία, συνελεύσεις γειτονιάς, κοινωνικά ιατρεία κλπ). Τα δεδομένα αυτά μαζί με το αδιέξοδο μιας πολιτικής λύσης από τα πάνω (υπεράσπισης των «πολλών»), επειδή ακριβώς επιτείνουν το φόβο και την ανασφάλεια των εκπαιδευτικών, όπως και όλων των εργαζομένων – εργατών, τους ρίχνουν κάπως αβασάνιστα, όπως φαίνεται, στην αγκαλιά των κυβερνητικών παρατάξεων.
Οι αριστερές παρατάξεις της ΟΛΜΕ (ΑΣΕ του ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεις) παρόλα αυτά μας καλούν να τις στηρίξουμε και πάλι με την ψήφο μας, ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στην ΟΛΜΕ, με σκοπό να γίνει η ΟΛΜΕ ένα εργαλείο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες αντίστασης και οργάνωσης της πάλης. Η ΟΛΜΕ, από την υποχώρηση της απεργίας του ’13 βαθμιαία μέχρι σήμερα, έχει ρίξει τους τόνους κάθε αγώνα και ουσιαστικά έχει αποφύγει να εκφράσει και να στηρίξει οποιαδήποτε πρόταση που θα βοηθούσε να συσπειρωθούν οι εκπαιδευτικοί στις τοπικές ΕΛΜΕ ή στις κινήσεις πίεσης προς την κυβέρνηση που αναδείχτηκαν το τελευταίο διάστημα, όπως το αίτημα διορισμών και η άρνηση στο νέο λύκειο. Η λογική της συνδιαχείρισης, έχοντας επικρατήσει σχεδόν σε όλο το φάσμα της ΟΛΜΕ, δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που δε διαρρηγνύεται προς το παρόν ούτε με την κινδυνολογία που επιλέγει ένα μέρος της αριστεράς, ούτε με την «ορθοδοξία» του ΠΑΜΕ. Η αποσπασματική εμφάνιση αιτημάτων, ευκαιριακά και ως απάντηση στους αιφνιδιασμούς του εκάστοτε υπουργείου, αν προωθεί κάτι, αυτό είναι η προσδοκία ενσωμάτωσης και συμβιβασμού, ακόμα και στις περιστάσεις που η βάση κινήθηκε πιο ριζοσπαστικά από τις «ηγεσίες».
Η αλλαγή των συσχετισμών στην παρούσα φάση φαίνεται μάλλον απίθανη, αλλά ακόμη και αν ήταν δυνατή θα αποδεικνυόταν μάλλον κενή περιεχομένου, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε παρακάτω. Πρώτα απ΄όλα η μη παραδοχή της ήττας και η συνεχής επίκληση στις μικρές νίκες στέκεται έναν μεγάλο εμπόδιο στον αναστοχασμό και στη μελέτη του τι πήγε λάθος και για ποιους λόγους. Αντίθετα, το σύνθημα του αριστερού συνδικαλισμού που δεν αναστοχάζεται εμμένει στο «ο αγώνας συνεχίζεται». Ποιος αγώνας αλήθεια; Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι μεταφυσικός, πρέπει να πατάει στις ανάγκες της πραγματικότητας και να την υπερβαίνει, να γνωρίζει τον εχθρό (εντός και εκτός των τειχών), να συνομιλεί με το παρελθόν, να ονειρεύεται και να χτίζει στο εδώ και τώρα το μέλλον. Τα πρόσωπα που τον προτείνουν και τον κάνουν οφείλουν να διερωτώνται συνεχώς: αγώνας γιατί, με ποιον στόχο και περιεχόμενα, με ποιους, με ποιον τρόπο και με ποιες μορφές. Μαζί με την μη αναγνώριση της ήττας καθοριστική είναι και η απουσία μιας συνεκτικής και συνεπούς στρατηγικής που πηγάζει από τα κάτω και συνδέεται με τα κοινωνικο- πολιτικά ζητήματα. Παρατηρούμε ότι τόσο οι Παρεμβάσεις όσο και η ΑΣΕ παρότι διαθέτουν ανάλυση και κριτική σχετικά με την υπάρχουσα πραγματικότητα, την μετατρέπουν άλλοτε σε κινδυνολογία και άλλοτε σε πρακτικές αυτοσυντήρησης των δυνάμεών τους. Είδαμε ότι η απεργία του ᾽13 χειραγωγήθηκε από την ανερχόμενη τότε δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και εξυπηρέτησε στο να ανέλθει στην εξουσία. Σήμερα, η ΔΑΚΕ, αν και συνδικαλιστική παράταξη, βάζει σε πρώτο πλάνο στην αφίσα και στις διακηρύξεις της σαφή πολιτικά μηνύματα, τις δικές της αξίες (πχ. «λέμε όχι στον εθνομηδενισμό», «όχι στην υπονόμευση των εθνικών αξιών»).
Οι αριστερές παρατάξεις της ΟΛΜΕ (ΑΣΕ του ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεις) παρόλα αυτά μας καλούν να τις στηρίξουμε και πάλι με την ψήφο μας, ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στην ΟΛΜΕ, με σκοπό να γίνει η ΟΛΜΕ ένα εργαλείο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες αντίστασης και οργάνωσης της πάλης. Η ΟΛΜΕ, από την υποχώρηση της απεργίας του ’13 βαθμιαία μέχρι σήμερα, έχει ρίξει τους τόνους κάθε αγώνα και ουσιαστικά έχει αποφύγει να εκφράσει και να στηρίξει οποιαδήποτε πρόταση που θα βοηθούσε να συσπειρωθούν οι εκπαιδευτικοί στις τοπικές ΕΛΜΕ ή στις κινήσεις πίεσης προς την κυβέρνηση που αναδείχτηκαν το τελευταίο διάστημα, όπως το αίτημα διορισμών και η άρνηση στο νέο λύκειο. Η λογική της συνδιαχείρισης, έχοντας επικρατήσει σχεδόν σε όλο το φάσμα της ΟΛΜΕ, δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που δε διαρρηγνύεται προς το παρόν ούτε με την κινδυνολογία που επιλέγει ένα μέρος της αριστεράς, ούτε με την «ορθοδοξία» του ΠΑΜΕ. Η αποσπασματική εμφάνιση αιτημάτων, ευκαιριακά και ως απάντηση στους αιφνιδιασμούς του εκάστοτε υπουργείου, αν προωθεί κάτι, αυτό είναι η προσδοκία ενσωμάτωσης και συμβιβασμού, ακόμα και στις περιστάσεις που η βάση κινήθηκε πιο ριζοσπαστικά από τις «ηγεσίες».
Η αλλαγή των συσχετισμών στην παρούσα φάση φαίνεται μάλλον απίθανη, αλλά ακόμη και αν ήταν δυνατή θα αποδεικνυόταν μάλλον κενή περιεχομένου, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε παρακάτω. Πρώτα απ΄όλα η μη παραδοχή της ήττας και η συνεχής επίκληση στις μικρές νίκες στέκεται έναν μεγάλο εμπόδιο στον αναστοχασμό και στη μελέτη του τι πήγε λάθος και για ποιους λόγους. Αντίθετα, το σύνθημα του αριστερού συνδικαλισμού που δεν αναστοχάζεται εμμένει στο «ο αγώνας συνεχίζεται». Ποιος αγώνας αλήθεια; Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι μεταφυσικός, πρέπει να πατάει στις ανάγκες της πραγματικότητας και να την υπερβαίνει, να γνωρίζει τον εχθρό (εντός και εκτός των τειχών), να συνομιλεί με το παρελθόν, να ονειρεύεται και να χτίζει στο εδώ και τώρα το μέλλον. Τα πρόσωπα που τον προτείνουν και τον κάνουν οφείλουν να διερωτώνται συνεχώς: αγώνας γιατί, με ποιον στόχο και περιεχόμενα, με ποιους, με ποιον τρόπο και με ποιες μορφές. Μαζί με την μη αναγνώριση της ήττας καθοριστική είναι και η απουσία μιας συνεκτικής και συνεπούς στρατηγικής που πηγάζει από τα κάτω και συνδέεται με τα κοινωνικο- πολιτικά ζητήματα. Παρατηρούμε ότι τόσο οι Παρεμβάσεις όσο και η ΑΣΕ παρότι διαθέτουν ανάλυση και κριτική σχετικά με την υπάρχουσα πραγματικότητα, την μετατρέπουν άλλοτε σε κινδυνολογία και άλλοτε σε πρακτικές αυτοσυντήρησης των δυνάμεών τους. Είδαμε ότι η απεργία του ᾽13 χειραγωγήθηκε από την ανερχόμενη τότε δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και εξυπηρέτησε στο να ανέλθει στην εξουσία. Σήμερα, η ΔΑΚΕ, αν και συνδικαλιστική παράταξη, βάζει σε πρώτο πλάνο στην αφίσα και στις διακηρύξεις της σαφή πολιτικά μηνύματα, τις δικές της αξίες (πχ. «λέμε όχι στον εθνομηδενισμό», «όχι στην υπονόμευση των εθνικών αξιών»).
Στέλιος Φαϊτάκης, dream, 2008 |
Η συντηρητική στροφή της βάσης αποτυπώνει την καχεξία της αριστεράς. Καχεξία (κακῶς ἔχειν) στο να
διατυπώνει τα σωστά κάθε φορά ερωτήματα μέσα από μια διαλεκτική σύνδεση θεωρίας και πράξης, του μερικού με το συνολικό, του συγκεκριμένου με το γενικό και να τα απαντά μαζί με τον κόσμο μέσα από διαδικασίες οριζόντιας συμμετοχής και ειλικρινούς διαλόγου. Το να συνεχίζεις τον αγώνα αυτοματοποιημένα, χωρίς να συνδέεις και να εξετάζεις τα ζητήματα, με διάσπαρτες στο χρόνο μονοήμερες απεργίες δεν πείθει. Το να συμμετέχεις στα συμβούλια (υπηρεσιακά και διοικητικά) από μόνο του, οδηγεί απλά στη συνδιαχείριση και στην άμβλυνση της όποιας ριζοσπαστικότητας. Το να διστάζεις να συνεργαστείς με τις άλλες παρατάξεις της αριστεράς ή με σχήματα που μπορείς να συμπορευτείς προκαλεί επιπλέον αποδυνάμωση.
Μεταξύ άλλων, αποδείχτηκε πολλάκις ότι η δομή και ο τρόπος λειτουργίας της ΟΛΜΕ έχουν τα όριά τους, πρόβλημα που δεν έχει τεθεί επί τάπητος. Η μη ανάδειξη της ανάγκης για ανακλητότητα και κυκλικότητα στην εκπροσώπηση, δημιουργεί κάστα επαγγελματιών συνδικαλιστών ή αυθεντίες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ακόμη και η σύνοδος προέδρων (η τακτική ή έκτακτη συνέλευση των προέδρων ΕΛΜΕ όλης της επικράτειας) είναι προβληματική από τη στιγμή που τα σωματεία δεν καταφέρνουν να κάνουν συνελεύσεις με απαρτία και οι πρόεδροι συμμετέχουν με αποφάσεις ειλημμένες από τα διοικητικά συμβούλια. Αλλά και στις λίγες σοβαρές περιπτώσεις που η σύνοδος πραγματοποιήθηκε με αποφάσεις της βάσης (βλέπε απεργία Μάιος ΄13), στη συζήτηση μπήκανε εκ του πονηρού ερωτήματα για τα οποία οι πρόεδροι, ενώ δε γνώριζαν την προτίμηση της βάσης, ο καθένας και καθεμιά πήρε θέση ανάλογα με το κόμμα ή τη συνείδησή του/της∙ κι αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι γίνονται κεκλεισμένων των θυρών -ενώ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να γίνονται με μετάδοση μέσω skype- και οι πρόεδροι παίρνουν απόφαση, ενώ ουσιαστικά δεν είναι εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτήν.
Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να προτείνει κανείς τι πρέπει να γίνει. Η κριτική της πραγματικότητας είναι το πρώτο βήμα, αλλά ίσως το πιο σημαντικό για να σκιαγραφηθεί μέσα από το αρνητικό ό,τι θετικό μπορεί να υπάρξει· αυτό μας έχει μάθει η αρνητική διαλεκτική. Παρόλα αυτά, οι μικρές καθημερινές αντιστάσεις μέσα στους συλλόγους καθηγητών και στα σχολεία που συνδέουν το δικό μας εργασιακό ζήτημα με την εκπαίδευση και το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς με τους μαθητές και γονείς, είναι ένα κομμάτι δουλειάς που κάθε εκπαιδευτικός με συνείδηση της εργασιακής και ταξικής του/της θέσης μπορεί να κάνει. Οι καταλήψεις των μαθητών ενάντια στο νέο λύκειο δεν αξιοποιήθηκαν ούτε αυτή τη φορά, ώστε τουλάχιστον να αναπτύξουμε ένα διάλογο και μια συζήτηση με τους μαθητές και τους γονείς, να αφουγκραστούμε τον παλμό τους και να συνδιαμορφώσουμε εκεί που ήταν εφικτό έναν κοινό αγώνα. Εδώ είναι χαρακτηριστική η απάθεια και η αδιαφορία συναδέλφων θεωρούμενων αριστερών –και μάλιστα προσώπων που συχνά βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης στη διοίκηση ή, ακόμα, είναι μέλη των ΕΛΜΕ. Μαρτυρά την αποξένωσή τους από την εκπαίδευση, στην οποία δε βρίσκουν, μάλλον, κάποιο νόημα και δεν τους αφορά ως καθημερινότητα. Μα, αν δε βρίσκουμε νόημα στην εκπαίδευση, αυτό δε σημαίνει ότι δε βρίσκουμε νόημα στην αλλαγή; Κι αν δεν πιστεύουμε στην αλλαγή, για ποιον ακριβώς αγώνα μιλάμε;
Η παρέμβαση στη σχολική ζωή προς την κατεύθυνση που αναφέραμε είναι σημαντική για το χτίσιμο σχέσεων και αγώνων αλλά δεν αρκεί όταν και όσο γίνεται μεμονωμένα κι αποσπασματικά. Χρειάζεται να ξαναβρεί ο ανήσυχος εκπαιδευτικός στο πρωτοβάθμιο σωματείο το χώρο που θα μιλά και θα ακούει, το ζωντανό περιβάλλον που θα ανατροφοδοτεί τη σκέψη του και θα την πηγαίνει παρακάτω μετασχηματίζοντάς την σε συλλογική πράξη. Το να περιμένουμε πάλι τις κινήσεις του εχθρού, που θα προκαλέσουν τη συγκέντρωση των εκπαιδευτικών στα σωματεία, δεν είναι και η πιο πρόσφορη ιδέα. Άλλωστε, η αποφασιστικότητα φέρνει ποιοτικό αποτέλεσμα και όχι η πρόσθεση ποσοτήτων.
Μεταξύ άλλων, αποδείχτηκε πολλάκις ότι η δομή και ο τρόπος λειτουργίας της ΟΛΜΕ έχουν τα όριά τους, πρόβλημα που δεν έχει τεθεί επί τάπητος. Η μη ανάδειξη της ανάγκης για ανακλητότητα και κυκλικότητα στην εκπροσώπηση, δημιουργεί κάστα επαγγελματιών συνδικαλιστών ή αυθεντίες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ακόμη και η σύνοδος προέδρων (η τακτική ή έκτακτη συνέλευση των προέδρων ΕΛΜΕ όλης της επικράτειας) είναι προβληματική από τη στιγμή που τα σωματεία δεν καταφέρνουν να κάνουν συνελεύσεις με απαρτία και οι πρόεδροι συμμετέχουν με αποφάσεις ειλημμένες από τα διοικητικά συμβούλια. Αλλά και στις λίγες σοβαρές περιπτώσεις που η σύνοδος πραγματοποιήθηκε με αποφάσεις της βάσης (βλέπε απεργία Μάιος ΄13), στη συζήτηση μπήκανε εκ του πονηρού ερωτήματα για τα οποία οι πρόεδροι, ενώ δε γνώριζαν την προτίμηση της βάσης, ο καθένας και καθεμιά πήρε θέση ανάλογα με το κόμμα ή τη συνείδησή του/της∙ κι αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι γίνονται κεκλεισμένων των θυρών -ενώ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να γίνονται με μετάδοση μέσω skype- και οι πρόεδροι παίρνουν απόφαση, ενώ ουσιαστικά δεν είναι εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτήν.
Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να προτείνει κανείς τι πρέπει να γίνει. Η κριτική της πραγματικότητας είναι το πρώτο βήμα, αλλά ίσως το πιο σημαντικό για να σκιαγραφηθεί μέσα από το αρνητικό ό,τι θετικό μπορεί να υπάρξει· αυτό μας έχει μάθει η αρνητική διαλεκτική. Παρόλα αυτά, οι μικρές καθημερινές αντιστάσεις μέσα στους συλλόγους καθηγητών και στα σχολεία που συνδέουν το δικό μας εργασιακό ζήτημα με την εκπαίδευση και το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς με τους μαθητές και γονείς, είναι ένα κομμάτι δουλειάς που κάθε εκπαιδευτικός με συνείδηση της εργασιακής και ταξικής του/της θέσης μπορεί να κάνει. Οι καταλήψεις των μαθητών ενάντια στο νέο λύκειο δεν αξιοποιήθηκαν ούτε αυτή τη φορά, ώστε τουλάχιστον να αναπτύξουμε ένα διάλογο και μια συζήτηση με τους μαθητές και τους γονείς, να αφουγκραστούμε τον παλμό τους και να συνδιαμορφώσουμε εκεί που ήταν εφικτό έναν κοινό αγώνα. Εδώ είναι χαρακτηριστική η απάθεια και η αδιαφορία συναδέλφων θεωρούμενων αριστερών –και μάλιστα προσώπων που συχνά βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης στη διοίκηση ή, ακόμα, είναι μέλη των ΕΛΜΕ. Μαρτυρά την αποξένωσή τους από την εκπαίδευση, στην οποία δε βρίσκουν, μάλλον, κάποιο νόημα και δεν τους αφορά ως καθημερινότητα. Μα, αν δε βρίσκουμε νόημα στην εκπαίδευση, αυτό δε σημαίνει ότι δε βρίσκουμε νόημα στην αλλαγή; Κι αν δεν πιστεύουμε στην αλλαγή, για ποιον ακριβώς αγώνα μιλάμε;
Η παρέμβαση στη σχολική ζωή προς την κατεύθυνση που αναφέραμε είναι σημαντική για το χτίσιμο σχέσεων και αγώνων αλλά δεν αρκεί όταν και όσο γίνεται μεμονωμένα κι αποσπασματικά. Χρειάζεται να ξαναβρεί ο ανήσυχος εκπαιδευτικός στο πρωτοβάθμιο σωματείο το χώρο που θα μιλά και θα ακούει, το ζωντανό περιβάλλον που θα ανατροφοδοτεί τη σκέψη του και θα την πηγαίνει παρακάτω μετασχηματίζοντάς την σε συλλογική πράξη. Το να περιμένουμε πάλι τις κινήσεις του εχθρού, που θα προκαλέσουν τη συγκέντρωση των εκπαιδευτικών στα σωματεία, δεν είναι και η πιο πρόσφορη ιδέα. Άλλωστε, η αποφασιστικότητα φέρνει ποιοτικό αποτέλεσμα και όχι η πρόσθεση ποσοτήτων.
Επίσης, με τον οριζόντιο συντονισμό όσων ΕΛΜΕ συμφωνούν στην ανάγκη εναντίωσης στην ανάθεση και επιθυμούν και μπορούν να διατυπώνουν προτάσεις στην κατεύθυνση του ότι υπάρχει εναλλακτική, η ΟΛΜΕ ενδέχεται να πάψει, ως ένα σημείο, να αποτελεί εμπόδιο στη σκέψη και τη δράση. Ο συντονισμός αυτός είναι εφικτό να ανοιχτεί καταρχάς με τα σωματεία των εργαζομένων στην ιδιωτική εκπαίδευση αλλά και με άλλα πρωτοβάθμια. Η ευθύνη για όλα αυτά βαρύνει τις αριστερές παρατάξεις και όσους κι όσες από μας τη συναισθάνονται. Η ζωή και ο αγώνας για αξιοπρεπή ζωή είναι κόπος και επιμονή, δεν είναι καρέκλες στα συμβούλια και συμμετοχή στις λίστες των ψηφοδελτίων.
Συντακτική ομάδα χειρογράφων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου