Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Ένα βήμα πριν από την εκλογή των συνέδρων της ΟΛΜΕ

      Η άνοδος των συνδικαλιστικών παρατάξεων των ΔΑΚΕ, ΣΥΝΕΚ και ΠΕΚ δεν αντιστοιχεί, βέβαια, σε πύκνωση της ενεργητικότητας στη βάση τους. Το αντίθετο: Επικυρώνει τη, σχεδόν, άνευ όρων και ορίων ανάθεση. Ήταν αναμενόμενη επίσης, διότι στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο από τη μια μεριά ηττήθηκε η αριστερά με τη διαδοχή των γεγονότων που όλοι ζήσαμε (ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις μέχρι το 2013-14, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αποτυχία πραγμάτωσης του «όχι» στο δημοψήφισμα του ΄15, νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση από μια πολλά υποσχόμενη αριστερή κυβέρνηση, υποχώρηση των κινημάτων). Από την άλλη μεριά, δεν έγινε δυνατή η διατήρηση και ενδυνάμωση δομών από τα κάτω που να δίνουν μια νέα πνοή και ορίζοντα στον αγώνα (ταξικά πρωτοβάθμια σωματεία, συνελεύσεις γειτονιάς, κοινωνικά ιατρεία κλπ). Τα δεδομένα αυτά μαζί με το αδιέξοδο μιας πολιτικής λύσης από τα πάνω (υπεράσπισης των «πολλών»), επειδή ακριβώς επιτείνουν το φόβο και την ανασφάλεια των εκπαιδευτικών, όπως και όλων των εργαζομένων – εργατών, τους ρίχνουν κάπως αβασάνιστα, όπως φαίνεται, στην αγκαλιά των κυβερνητικών παρατάξεων.

      Οι αριστερές παρατάξεις της ΟΛΜΕ (ΑΣΕ του ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεις) παρόλα αυτά μας καλούν να τις στηρίξουμε και πάλι με την ψήφο μας, ώστε να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στην ΟΛΜΕ, με σκοπό να γίνει η ΟΛΜΕ ένα εργαλείο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες αντίστασης και οργάνωσης της πάλης. Η ΟΛΜΕ, από την υποχώρηση της απεργίας του ’13 βαθμιαία μέχρι σήμερα, έχει ρίξει τους τόνους κάθε αγώνα και ουσιαστικά έχει αποφύγει να εκφράσει και να στηρίξει οποιαδήποτε πρόταση που θα βοηθούσε να συσπειρωθούν οι εκπαιδευτικοί στις τοπικές ΕΛΜΕ ή στις κινήσεις πίεσης προς την κυβέρνηση που αναδείχτηκαν το τελευταίο διάστημα, όπως το αίτημα διορισμών και η άρνηση στο νέο λύκειο. Η λογική της συνδιαχείρισης, έχοντας επικρατήσει σχεδόν σε όλο το φάσμα της ΟΛΜΕ, δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο που δε διαρρηγνύεται προς το παρόν ούτε με την κινδυνολογία που επιλέγει ένα μέρος της αριστεράς, ούτε με την «ορθοδοξία» του ΠΑΜΕ. Η αποσπασματική εμφάνιση αιτημάτων, ευκαιριακά και ως απάντηση στους αιφνιδιασμούς του εκάστοτε υπουργείου, αν προωθεί κάτι, αυτό είναι η προσδοκία ενσωμάτωσης και συμβιβασμού, ακόμα και στις περιστάσεις που η βάση κινήθηκε πιο ριζοσπαστικά από τις «ηγεσίες».

        Η αλλαγή των συσχετισμών στην παρούσα φάση φαίνεται μάλλον απίθανη, αλλά ακόμη και αν ήταν δυνατή θα αποδεικνυόταν μάλλον κενή περιεχομένου, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε παρακάτω. Πρώτα απ΄όλα η μη παραδοχή της ήττας και η συνεχής επίκληση στις μικρές νίκες στέκεται έναν μεγάλο εμπόδιο στον αναστοχασμό και στη μελέτη του τι πήγε λάθος και για ποιους λόγους. Αντίθετα, το σύνθημα του αριστερού συνδικαλισμού που δεν αναστοχάζεται εμμένει στο «ο αγώνας συνεχίζεται». Ποιος αγώνας αλήθεια; Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι μεταφυσικός, πρέπει να πατάει στις ανάγκες της πραγματικότητας και να την υπερβαίνει, να γνωρίζει τον εχθρό (εντός και εκτός των τειχών), να συνομιλεί με το παρελθόν, να ονειρεύεται και να χτίζει στο εδώ και τώρα το μέλλον. Τα πρόσωπα που τον προτείνουν και τον κάνουν οφείλουν να διερωτώνται συνεχώς: αγώνας γιατί, με ποιον στόχο και περιεχόμενα, με ποιους, με ποιον τρόπο και με ποιες μορφές. Μαζί με την μη αναγνώριση της ήττας καθοριστική είναι και η απουσία μιας συνεκτικής και συνεπούς στρατηγικής που πηγάζει από τα κάτω και συνδέεται με τα κοινωνικο- πολιτικά ζητήματα. Παρατηρούμε ότι τόσο οι Παρεμβάσεις όσο και η ΑΣΕ παρότι διαθέτουν ανάλυση και κριτική σχετικά με την υπάρχουσα πραγματικότητα, την μετατρέπουν άλλοτε σε κινδυνολογία και άλλοτε σε πρακτικές αυτοσυντήρησης των δυνάμεών τους. Είδαμε ότι η απεργία του ᾽13 χειραγωγήθηκε από την ανερχόμενη τότε δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ και εξυπηρέτησε στο να ανέλθει στην εξουσία. Σήμερα, η ΔΑΚΕ, αν και συνδικαλιστική παράταξη, βάζει σε πρώτο πλάνο στην αφίσα και στις διακηρύξεις της σαφή πολιτικά μηνύματα, τις δικές της αξίες (πχ. «λέμε όχι στον εθνομηδενισμό», «όχι στην υπονόμευση των εθνικών αξιών»).  

Στέλιος Φαϊτάκης, dream, 2008
Η συντηρητική στροφή της βάσης αποτυπώνει την καχεξία της αριστεράς. Καχεξία (κακῶς ἔχειν) στο να 
διατυπώνει τα σωστά κάθε φορά ερωτήματα μέσα από μια διαλεκτική σύνδεση θεωρίας και πράξης, του μερικού με το συνολικό, του συγκεκριμένου με το γενικό και να τα απαντά μαζί με τον κόσμο μέσα από διαδικασίες οριζόντιας συμμετοχής και ειλικρινούς διαλόγου. Το να συνεχίζεις τον αγώνα αυτοματοποιημένα, χωρίς να συνδέεις και να εξετάζεις τα ζητήματα, με διάσπαρτες στο χρόνο μονοήμερες απεργίες δεν πείθει. Το να συμμετέχεις στα συμβούλια (υπηρεσιακά και διοικητικά) από μόνο του, οδηγεί απλά στη συνδιαχείριση και στην άμβλυνση της όποιας ριζοσπαστικότητας. Το να διστάζεις να συνεργαστείς με τις άλλες παρατάξεις της αριστεράς ή με σχήματα που μπορείς να συμπορευτείς προκαλεί επιπλέον αποδυνάμωση.

        Μεταξύ άλλων, αποδείχτηκε πολλάκις ότι η δομή και ο τρόπος λειτουργίας της ΟΛΜΕ έχουν τα όριά τους, πρόβλημα που δεν έχει τεθεί επί τάπητος. Η μη ανάδειξη της ανάγκης για ανακλητότητα και κυκλικότητα στην εκπροσώπηση, δημιουργεί κάστα επαγγελματιών συνδικαλιστών ή αυθεντίες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ακόμη και η σύνοδος προέδρων (η τακτική ή έκτακτη συνέλευση των προέδρων ΕΛΜΕ όλης της επικράτειας) είναι προβληματική από τη στιγμή που τα σωματεία δεν καταφέρνουν να κάνουν συνελεύσεις με απαρτία και οι πρόεδροι συμμετέχουν με αποφάσεις ειλημμένες από τα διοικητικά συμβούλια. Αλλά και στις λίγες σοβαρές περιπτώσεις που η σύνοδος πραγματοποιήθηκε με αποφάσεις της βάσης (βλέπε απεργία Μάιος ΄13), στη συζήτηση μπήκανε εκ του πονηρού ερωτήματα για τα οποία οι πρόεδροι, ενώ δε γνώριζαν την προτίμηση της βάσης, ο καθένας και καθεμιά πήρε θέση ανάλογα με το κόμμα ή τη συνείδησή του/της∙ κι αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι γίνονται κεκλεισμένων των θυρών -ενώ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να γίνονται με μετάδοση μέσω skype- και οι πρόεδροι παίρνουν απόφαση, ενώ ουσιαστικά δεν είναι εξουσιοδοτημένοι γι’ αυτήν.

         Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να προτείνει κανείς τι πρέπει να γίνει. Η κριτική της πραγματικότητας είναι το πρώτο βήμα, αλλά ίσως το πιο σημαντικό για να σκιαγραφηθεί μέσα από το αρνητικό ό,τι θετικό μπορεί να υπάρξει· αυτό μας έχει μάθει η αρνητική διαλεκτική. Παρόλα αυτά, οι μικρές καθημερινές αντιστάσεις μέσα στους συλλόγους καθηγητών και στα σχολεία που συνδέουν το δικό μας εργασιακό ζήτημα με την εκπαίδευση και το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς με τους μαθητές και γονείς, είναι ένα κομμάτι δουλειάς που κάθε εκπαιδευτικός με συνείδηση της εργασιακής και ταξικής του/της θέσης μπορεί να κάνει. Οι καταλήψεις των μαθητών ενάντια στο νέο λύκειο δεν αξιοποιήθηκαν ούτε αυτή τη φορά, ώστε τουλάχιστον να αναπτύξουμε ένα διάλογο και μια συζήτηση με τους μαθητές και τους γονείς, να αφουγκραστούμε τον παλμό τους και να συνδιαμορφώσουμε εκεί που ήταν εφικτό έναν κοινό αγώνα. Εδώ είναι χαρακτηριστική η απάθεια και η αδιαφορία συναδέλφων θεωρούμενων αριστερών –και μάλιστα προσώπων που συχνά βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης στη διοίκηση ή, ακόμα, είναι μέλη των ΕΛΜΕ. Μαρτυρά την αποξένωσή τους από την εκπαίδευση, στην οποία δε βρίσκουν, μάλλον, κάποιο νόημα και δεν τους αφορά ως καθημερινότητα. Μα, αν δε βρίσκουμε νόημα στην εκπαίδευση, αυτό δε σημαίνει ότι δε βρίσκουμε νόημα στην αλλαγή; Κι αν δεν πιστεύουμε στην αλλαγή, για ποιον ακριβώς αγώνα μιλάμε; 

      Η παρέμβαση στη σχολική ζωή προς την κατεύθυνση που αναφέραμε είναι σημαντική για το χτίσιμο σχέσεων και αγώνων αλλά δεν αρκεί όταν και όσο γίνεται μεμονωμένα κι αποσπασματικά. Χρειάζεται να ξαναβρεί ο ανήσυχος εκπαιδευτικός στο πρωτοβάθμιο σωματείο το χώρο που θα μιλά και θα ακούει, το ζωντανό περιβάλλον που θα ανατροφοδοτεί τη σκέψη του και θα την πηγαίνει παρακάτω μετασχηματίζοντάς την σε συλλογική πράξη. Το να περιμένουμε πάλι τις κινήσεις του εχθρού, που θα προκαλέσουν τη συγκέντρωση των εκπαιδευτικών στα σωματεία, δεν είναι και η πιο πρόσφορη ιδέα. Άλλωστε, η αποφασιστικότητα φέρνει ποιοτικό αποτέλεσμα και όχι η πρόσθεση ποσοτήτων.
       Επίσης, με τον οριζόντιο συντονισμό όσων ΕΛΜΕ συμφωνούν στην ανάγκη εναντίωσης στην ανάθεση και επιθυμούν και μπορούν να διατυπώνουν προτάσεις στην κατεύθυνση του ότι υπάρχει εναλλακτική, η ΟΛΜΕ ενδέχεται να πάψει, ως ένα σημείο, να αποτελεί εμπόδιο στη σκέψη και τη δράση. Ο συντονισμός αυτός είναι εφικτό να ανοιχτεί καταρχάς με τα σωματεία των εργαζομένων στην ιδιωτική εκπαίδευση αλλά και με άλλα πρωτοβάθμια. Η ευθύνη για όλα αυτά βαρύνει τις αριστερές παρατάξεις και όσους κι όσες από μας τη συναισθάνονται. Η ζωή και ο αγώνας για αξιοπρεπή ζωή είναι κόπος και επιμονή, δεν είναι καρέκλες στα συμβούλια και συμμετοχή στις λίστες των ψηφοδελτίων.

Συντακτική ομάδα χειρογράφων

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Γυναίκες το 2018


















Πατώντας αριστερό κλικ σε κάθε εικόνα, τη μεγεθύνετε.

Η προσπάθεια είναι ελλιπής. Να τη συμπληρώσουμε; 
Να την επεκτείνουμε για το 2019 - αυτό μπορεί να είναι υπόσχεση. 
                                                                          Κατίνα Θεοδωροπούλου - gathering

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Συνέπειες των ΤΠΕ στη διδασκαλία και τη μάθηση

Με τις απαρχές του 21ου αιώνα, έκανε την είσοδό  της και στην εδώ εκπαίδευση η ψηφιακή τεχνολογία με όλα τα μέσα της, όπως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εκπαιδευτικά λογισμικά, διαδραστικοί πίνακες, ψηφιακά βιβλία και βιβλιοθήκες, πλατφόρμες εκπαίδευσης, ψηφιακά αποθετήρια, διαδίκτυο, περιβάλλοντα WΕΒ 02, βίντεο και άλλα. Σε δυο κατευθύνσεις: στην οργάνωση και διοίκηση της σχολικής ζωής αλλά και στη μαθησιακή διαδικασία καθεαυτή. Για την πρώτη, δημιουργήθηκαν βάσεις δεδομένων (το περιβόητο myschool και το ΑΘΗΝΑ),  στις οποίες έμελλε να συγκεντρωθούν όλα τα δεδομένα μαθητών και εκπαιδευτικών και, από την περσινή χρονιά, καρτέλες μαθητών, απουσίες, βαθμοί έχουν αποκλειστικά ψηφιακή μορφή. Η επικρατούσα τάση δείχνει ότι όλα τα συμβάντα στο σχολείο (διοικητικά- γραφειοκρατικά εν πρώτοις και διδακτικά σε μεγάλο βαθμό) πρόκειται να ψηφιοποιηθούν και να μπορούν έτσι - με μια πρώτη ανάγνωση- από τη μια να ταξινομούνται άμεσα, από την άλλη να υπόκεινται σε κεντρικό έλεγχο ανά πάσα στιγμή. Όλο αυτό το εγχείρημα φέρει το όνομα του εκσυγχρονισμού, ενώ δεν είναι άλλο από τη μεταστροφή του εκπαιδευτικού συστήματος από αναλογικό σε ψηφιακό. Θα εξηγήσω όσο δύναμαι παρακάτω... Σταθμός αυτής της αλλαγής ήταν η Σύνοδος της Λισσαβώνας το 2000, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη έπρεπε να γίνει η πλέον ανταγωνιστική δύναμη στην παγκόσμια αγορά και, μεταξύ των άλλων αποφάσεων, κάποιες αφορούσαν τις αναδιαρθρώσεις της εκπαίδευσης προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ωστόσο, εκείνο στο οποίο θα επιχειρήσω να εστιάσω είναι κυρίως η χρήση των τεχνολογικών μέσων στην διδακτική – μαθησιακή διαδικασία, ενώ αξίζει να τονιστεί ότι το ζήτημα συνολικά θα έπρεπε να υπόκειται σε διαρκή εμμενή κριτική αφού συνεπιφέρει δραματικές αλλαγές και στη δομή και στο περιεχόμενο - μορφή της εκπαίδευσης.

 Οι τρεις αφορμές

Υπήρξαν τρεις αφορμές – συμβάντα που μπόλιασαν στη σκέψη και τα διαβάσματα την ανάγκη να ψάξω λίγο πιο συγκροτημένα τι σημαίνει και προς τα πού πάει αυτή η αλλαγή μοντέλου. Πρώτα απ΄όλα η συμμετοχή (προαιρετική μεν κατά τους τύπους,  αναγκαστική δε αν θέλεις να παρακολουθείς τις αλλαγές στην εργασία) στην «επιμόρφωση επιπέδου Β» στις ΤΠΕ, που με έφερε πιο κοντά στους τρόπους χρήσης και διείσδυσης των νέων τεχνoλογιών στη μάθηση. Για όσους δεν έχουν προσέξει τα συμφραζόμενα, παραθέτω το πλήρες όνομα του έργου: «Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών για την Αξιοποίηση και Εφαρμογή των Ψηφιακών Τεχνολογιών στην Διδακτική Πράξη (Επιμόρφωση Β' επιπέδου Τ.Π.Ε.)» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» / ΕΣΠΑ 2014-2020. Μέσω του προγράμματος η στοχοθεσία φαίνεται να είναι η επιμόρφωση περίπου 80.000 εκπαιδευτικών στις δυνατότητες που ανοίγουν στη διδακτική οι τεχνολογικές ψηφιακές εφαρμογές. Υποχρέωση όσων συμμετέχουν είναι να παρουσιάσουν και να καταθέσουν ηλεκτρονικά τέσσερις ανάλογες εργασίες στην πλατφόρμα μέσω της οποίας γίνεται η επιμόρφωση.
Δεύτερον, ένα πρόγραμμα φυσικής αγωγής που διενεργείται στη δυτική Ελλάδα μέσω μιας ηλεκτρονικής τάξης, το «ευ αγωνίζεσθαι». Από τα λίγα που γνωρίζω, αφορά μια προσπάθεια, oι μαθητές διαφορετικών σχολείων και τάξεων κάνοντας είσοδο σε μια ηλεκτρονική τάξη, αφού μελετήσουν ποδοσφαιρικές καταστάσεις (από βίντεο), να μάθουν εν τέλει να οργανώνουν αγώνες ποδοσφαίρου στο πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι. Έτσι προέκυψε αυθόρμητα το ακόλουθο ερώτημα: Αν το πραγματικό ποδόσφαιρο που παίζεται και βιώνεται από τους μαθητές στις ομάδες, στα γήπεδα και στα σωματεία έχει τα χαρακτηριστικά που όλοι γνωρίζουμε κι αν το μάθημα της φυσικής αγωγής γίνεται μόνο 2 ώρες την εβδομάδα στα σχολεία, θα αποκτήσουν  στην εικονική τάξη οι μαθητές το ήθος να αγωνίζονται με εντιμότητα και με σεβασμό;
Τρίτον, ο συγχρωτισμός με ανθρώπους στο σχολείο και στην καθημερινότητά, όπου οι έφηβοι κυρίως αλλά και όλοι γενικά είναι προσκολλημένοι στο κινητό τους, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα δικτυακά παιχνίδια, σε βαθμό που να αναρωτιέσαι ποια είναι η πιο «πραγματική πραγματικότητα» ή πόσες διαφορετικές πραγματικότητες υπάρχουν,  οι οποίες εκτυλίσσονται παράλληλα ή κάπως συναντιούνται, και τι είδους σχέσεις συνάπτουν οι άνθρωποι με αυτές τις «πραγματικότητες»; Δεν είναι μακρινό παρελθόν η εποχή όπου η διαφυγή των μαθητών από την τάξη ήταν η φαντασίωση και το απλανές βλέμμα στραμμένο έξω από το παράθυρο ή ακόμη ένα εξωσχολικό βιβλίο σήμερα το βλέμμα πάει στα κλεφτά στο κινητό, είναι σαν να επικεντρώνεται εκεί το ενδιαφέρον τους.
Είναι τόσες οι πτυχές του θέματος, που μοιάζει ασύλληπτο να μπορέσει κανείς να κατανοήσει στη σχεσιακή τους εξάρτηση όλες τις πτυχές. Ακόμη δυσκολότερο είναι να μελετήσει και να προβλέψει τις συνέπειες αυτής της καλπάζουσας αλλαγής, ώστε να πάρει θέση υπέρ ή εναντίον της.
 
Από την ταινία "μοντέρνοι καιροί", του Τσάρλι Τσάπλιν





Τεχνολογία και τεχνοεπιστήμη

Αρχικά ας εξετάσουμε την ίδια την τεχνολογία ή τεχνοεπιστήμη, μιας και τεχνολογία και επιστήμη στον καιρό μας προχωράνε χέρι - χέρι. Σήμερα είναι τόσο σύμφυτη η τεχνολογία με τη ζωή μας, σε κάθε της εκδήλωση και δραστηριότητα, που μοιάζει να ήταν πάντα έτσι ή ως μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, ως κάτι το φυσικό. Είναι κοινή πεποίθηση επίσης ότι η τεχνοεπιστήμη μπορεί να λύσει όλα τα υπαρκτά προβλήματα (οικονομικά, περιβαλλοντικά, σίτισης, υγείας), σε ένα κόσμο που η πλειοψηφία της ανθρωπότητας βλέπει τη ζωή της από κακή να γίνεται χειρότερη και να χάνει με έναν επιταχυνόμενο ρυθμό τα μέσα επιβίωσή της. Είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο επίσης ως πεποίθηση ότι η τεχνοεπιστήμη είναι αντικειμενική και ουδέτερη, θετική για την ανθρώπινη πρόοδο, διευκολύνει εργαλειακά τη ζωή, αρκεί να τεθούν κάποιοι κανόνες – αρχές χρήσης της, να μην βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της πολιτικοοικονομικής ελίτ, αλλά να τεθεί στην υπηρεσία του συνόλου με διαφορετικούς σκοπούς.

Η τεχνοεπιστήμη όμως δεν είναι υπεριστορικό φαινόμενο, έχει αναπτυχθεί στη νεωτερική κοινωνία (ειδικά στη μετανεωτερική) και είναι εμποτισμένη από όλες τις σχέσεις καταμερισμού της εργασίας, όλες τις ιεραρχικές και εκμεταλλευτικές θεσμοποιήσεις, την αφαίρεση των ποιοτικών υπέρ των ποσοτικών ιδιοτήτων, από το φαντασιακό κυριάρχησης της φύσης τελικά. Συνεχίζει με ταχύτατους ρυθμούς να αναπτύσσεται αυτονομημένα χωρίς να μεσολαβείται από αξιολογικά ερωτήματα σχετικά με τις αξίες χρήσεις της, δεν ελέγχει κανείς πέρα από το κεφάλαιο την εξέλιξη και την κατεύθυνσή της ούτε και τις συνέπειές της, όπως γίνεται με κάθε εμπόρευμα στην κοινωνία της αγοράς.
Αν τώρα εστιάσουμε στην ψηφιακή τεχνολογία, η οποία είναι ένας σχετικά καινούριος κόσμος που όλο προσπαθούμε να τον ψηλαφίσουμε και όλο απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θέτει νέα δεδομένα σε όλες τις πλευρές της ζωής, χρησιμοποιεί άλλη γλώσσα, προϋποθέτει  ειδικές δεξιότητες, διαρκή και εξοντωτική παρακολούθηση των συνεχώς νέων εφαρμογών της. Η αλήθεια είναι, δυστυχώς, ότι πολύ λίγα μπορώ να διατυπώσω σε σχέση με όσα συμβαίνουν στο επίπεδο αυτό και αγνοώ αν, πέρα από τους πολύ ειδικούς, υπάρχουν άνθρωποι που να γνωρίζουν πραγματικά, πέρα από γενικολογίες, προς τα πού πηγαίνει η ψηφιακή τεχνολογία. Φαίνεται φυσικό επίσης στις περισσότερες μορφές εργασίας να φεύγουν από τη μέση οι εργάτες και να κάνουν τη δουλειά αυτές οι ψηφιακές μηχανές ή, το πολύ-πολύ, οι εργάτες να είναι χειριστές αυτών των μηχανών.
Είναι ωστόσο αυτή η μορφή της τεχνολογίας που προωθείται έντονα και στη μάθηση – διδακτική ώστε να αλλάξει το μοντέλο της εκπαίδευσης. Θα γίνει προσπάθεια να αναφέρω παρακάτω τι σημαίνει αυτό για το δάσκαλο, το μαθητή και τη διαδικασία μάθησης στην οποία αυτοί εμπλέκονται. Και βέβαια, όταν μιλάμε για μάθηση, γνώσεις, εκπαίδευση ας μην ξεχνάμε ότι το κοινωνικο- ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται είναι το κεφαλαιοκρατικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Οι ανάγκες της εκπαίδευσης λοιπόν πρέπει να υπηρετούν άμεσα ή έμμεσα το συγκεκριμένο μοντέλο και, αφού η παραγωγή και η κατανάλωση υπακούν στη ψηφιακή τεχνολογία, πώς θα μπορούσε να εξαιρείται η εκπαίδευση;


Εκπαιδευτικός και διδασκαλία

Η άποψη ότι η «πνευματική» εργασία  του δασκάλου δεν μπορεί να μηχανοποιηθεί και συνεπώς δεν μπορεί εντέλει να αντικατασταθεί από μια ψηφιακή μηχανή, αραχνιάζει καθώς η κυβερνητική και η τεχνητή νοημοσύνη θριαμβεύουν και σε αυτό το πεδίο. Ο «κλασικός δάσκαλος» αντικαθίσταται, προς το παρόν, από τον εκπαιδευτικό που μεσολαβεί τη διδασκαλία από ένα ψηφιακό μέσο (υπολογιστή, διαδίκτυο, διαδραστικό πίνακα, ηλεκτρονική τάξη). Υποχρεούται δηλαδή εκ των προτέρων να σχεδιάσει και να δημιουργήσει με τα μέσα αυτά ένα κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον, ενδιαφέρον και εξατομικευμένο, ανάλογο με τα ενδιαφέροντα και τις επιδόσεις των μαθητών ακολουθώντας ταυτόχρονα τα αναλυτικά προγράμματα. Συνοπτικά, σύμφωνα με το ΙΕΠ, το Υπουργείο παιδείας, τις νέες δομές εκπαίδευσης και τους συμβούλους, υπερτονίζεται ο διευκολυντικός, παροτρυντικός, συντονιστικός και διαμεσολαβητικός ρόλος του εκπαιδευτικού στη μαθησιακή διαδικασία. Οι πολύπλοκες και ποιοτικές διανοητικές, συναισθηματικές και αισθητικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε διαφοροποιημένο βαθμό στο τυπικό μέχρι τώρα μάθημα μετατρέπονται σε συντονισμό, παρότρυνση, διευκόλυνση και μεσολάβηση. Με ένα μικρό άλμα σκέψης λοιπόν, δε θα αργήσει το υποκείμενο του δασκάλου να "αντικατασταθεί" από μια «συσκευή», αφού αυτές θα είναι οι ανάγκες της εκπαίδευσης. Αν αυτό φαίνεται κινδυνολογία ή μελλοντολογία σε πολλούς από μας, ας θυμηθούμε ότι πριν από δυόμιση ή τρεις αιώνες, δεν υπήρχε καν εκπαιδευτικό σύστημα, λαϊκό και κρατικό- δημόσιο σχολείο, αλλά οι γνώσεις από γενιά σε γενιά μεταφέρονταν με άλλους τρόπους (εκκλησία, τεχνίτες, προφορικά κ.ά).
Μέχρι την αντικατάστασή του όμως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να εφοδιάσει την εργαλειοθήκη του όχι μόνο με μια στοίβα πτυχία αλλά και με πολλαπλές δεξιότητες στις νέες τεχνολογίες. Θα φτάσει να δουλεύει σε 24ωρη βάση, 7 μέρες την εβδομάδα, εντός και εκτός του σχολείου, αφού αυξάνει η απαίτηση να υπάρχει διαρκής επιμόρφωση στις ΤΠΕ, δημιουργία ηλεκτρονικών φύλλων εργασίας, επικοινωνία με τους μαθητές για παρακολούθηση των εργασιών τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή κοινωνικών δικτύων κ.ο.κ. Απαιτείται, δηλαδή, να τυποποιεί την εργασία του, να την ψηφιοποιεί και να την κατακερματίζει εντός και εκτός της τάξης, μέσα στο γραφειοκρατικό έλεγχο.
Αν προχωρήσουμε στον πυρήνα της διδακτικής διαδικασίας, διενεργείται μια καθόλου απλή μεσολάβηση των μέσων. Δεν θα είναι τα πρόσωπα, μαθητές – δάσκαλος, οι οποίοι ενεργούν, αλλά θα ενεργούν μέσω των εντολών του λογισμικού ή των διδακτικών σεναρίων που ετοιμάζονται (από το ΕΕΠΕΚ και την επιμόρφωση «επιπέδου Β») ή θα μεσολαβείται διαρκώς η σχέση τους από το μέσο.  Το γεγονός αυτό σπάει την αμεσότητα των σχέσεων, μαραίνει τη ζωτικότητα της άμεσης διαδικασίας και μεταβιβάζει την εστίαση από τα πρόσωπα στο μέσο. Επιπλέον, αποδίδει έναν χαρακτήρα «αυθεντίας» στο μέσο ή, ακόμη, σε έναν απομακρυσμένο δημιουργό που ο μαθητής δε γνωρίζει. Τραβώντας στα άκρα το συλλογισμό: οι άνθρωποι μετατρέπονται σε μέσα.
Μολονότι τα σημερινά δεδομένα δεν έχουν έναν άκαμπτο χαρακτήρα, αν αύριο η διδακτική – μαθησιακή διαδικασία στηρίζεται σε δραστηριότητες ψηφιακές, σε αυστηρά χρονικά πλαίσια ορισμένες, θα εκλείπει και η ελευθερία παρεκβάσεων. Τα δομικά μέρη κάθε διδακτικής ώρας θα είναι τόσο αεροστεγή που δεν θα υπάρχει αέρας για να αναπνεύσει μια κουβέντα ή μια συζήτηση πάνω σε αναδυόμενες απορίες, ανεξάρτητες από τους άμεσους σκοπούς του μαθήματος. Τα παραπάνω επίσης οδηγούν ευθέως τόσο σε μεταστροφή της προφορικής διδασκαλίας σε καταγεγραμμένη και συνεπώς ελέγξιμη, όσο και σε συρρίκνωση του λόγου (σε όλο το φάσμα των σημασιών του) και ειδικότερα του προφορικού, ο οποίος ιστορικά καταλαμβάνει το μεγαλύτερος εύρος της ανθρώπινης ιστορίας και είχε τεράστια ποικιλία και σημασία.

 Μαθητής και μαθησιακή διαδικασία

Όσον αφορά στο μαθητή, διεξάγονται πυρετωδώς έρευνες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι η χρήση των ΤΠΕ είναι προς όφελος της μάθησης, καθώς προκαλούν το ενδιαφέρον και αυξάνουν τη συμμετοχή, τη διαδραστικότητα, την εργασία σε περιβάλλοντα κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Οι έρευνες όμως αυτές δεν ασχολούνται με άλλες σημαντικές παραμέτρους που έχουν να κάνουν με τον τύπο ανθρώπου, τον τρόπο σκέψης και μάθησης που δημιουργεί η συγκεκριμένη χρήση.
Καταρχήν, σκοπός για τους μαθητές τέθηκε ο ψηφιακός ή πληροφορικός γραμματισμός, δηλαδή η απόκτηση δεξιοτήτων και γνώσεων πληροφορικής, ώστε να μπορούν να χειρίζονται ανάλογες μηχανές, να αξιοποιούν πληροφοριακό υλικό, να παράγουν και οι ίδιοι πληροφορία. Ποιος μπορεί να εγείρει ένσταση στο ότι τον 21ο αιώνα η πληροφορική είναι ενταγμένη με διάφορους τρόπους στα αναλυτικά προγράμματα; Παρόλα αυτά, είναι γνωστό ότι χωρίς να έχει προηγηθεί Αλφαβητισμός, ένα ικανοποιητικό επίπεδο γενικής παιδείας και ένας βαθμός καλλιέργειας της κριτικής ικανότητας, ο ψηφιακός γραμματισμός γίνεται σε βάρος των υπολοίπων.  Η γνώση ως επίπονη και βαθιά διαδικασία δίνει τη θέση της στην αναζήτηση της πληροφορίας.  Ελλείψει της κριτικής ικανότητας είναι, επίσης, μάλλον εξαιρετικά δύσκολο να μπορεί οποιοσδήποτε να αξιολογήσει και να επιλέξει τις πληροφορίες που δέχεται και παράγει.
Η διεξαγωγή του μαθήματος με ΤΠΕ βασίζεται, προς το παρόν, κυρίως στο συμπεριφορισμό. Η συμπεριφοριστική μάθηση στηρίζεται σε κλειστές, δομημένες ιεραρχικά και χωρίς διαλεκτική σχέση μέρους- όλου δραστηριότητες που επιδέχονται συνήθως μόνο μία σωστή απάντηση, για την οποία ο μαθητής «αμοίβεται» ή «τιμωρείται».  Η δημιουργική, διερευνητική δραστηριότητα συρρικνώνεται γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί. Από άλλη γωνία ιδωμένο αυτό, σημαίνει αυτοματοποίηση της σκέψης και της αντίδρασης, οι οποίες εξαρτώνται έντονα από τα ερεθίσματα. Με ελάχιστες λέξεις: «μάθηση υπακοής σε εντολές».
Ας αναλογιστούμε επίσης το γεγονός ότι η συνεχής έκθεση και εργασία στην οθόνη οδηγεί σε διαρκή αισθητηριακή προπόνηση της όρασης και αποκλεισμό ή μείωση πρόσληψης και επεξεργασίας άλλων αισθητηριακών ερεθισμάτων. Κυριαρχία της εικόνας και της άσκησης του οπτικού νεύρου σε συντονισμό με τα δάχτυλα γίνεται έτσι ο άνθρωπος εξάρτημα και συνέχεια της μηχανής και, επομένως, εξελίσσεται μια νέα σχέση ανθρώπου - μηχανής;
Εξάλλου η μορφή δόμησης της εργασίας με ΤΠΕ γίνεται ατομικά ή ομαδικά. Στην πρώτη περίπτωση αυξάνεται η εξατομίκευση, η απομόνωση, η αποξένωση από τους άλλους, ενώ στη δεύτερη η όποια συλλογική αίσθηση και η πολυεπίπεδη διαπλοκή των σχέσεων που συνεπιφέρει η διδασκαλία σε επίπεδο τάξης χάνεται ή/και μεταφέρεται σε άλλο χώρο.
Με συνεκτίμηση όλων των παραπάνω, μπορεί να γίνει η υπόθεση ότι η διανοητική ικανότητα που προάγεται είναι η εργαλειακή λογική και η αναλυτική σκέψη (ορθολογικότητα κατά το μέσο ή verstand), ενώ οπισθοχωρεί η συνθετική, ολοποιητική, διαλεκτική, μη εργαλειακή λογική (ορθολογικότητα κατά το σκοπό ή vernunft). Βέβαια, η πρωτοκαθεδρία των θετικών επιστημών στο σχολείο και η θετικοποίηση όλων των μαθημάτων, ούτως ή άλλως, αυτήν τη διανοητική ικανότητα αναπτύσσουν, αλλά η ενσωμάτωση των ΤΠΕ σε όλα τα μαθήματα την εντείνει περαιτέρω.
Σε ψυχολογικό επίπεδο, οι νέες έρευνες τείνουν σε συμπεράσματα  ότι οι έφηβοι που χρησιμοποιούν πολύ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οδηγούνται σε χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και η ψυχική τους υγεία  βλάπτεται, είναι σε μεγάλο ποσοστό εθισμένοι από το διαδίκτυο, συντονίζονται συχνά με ακατάλληλο περιεχόμενο και επιπλέον τα προσωπικά τους δεδομένα είναι εκτεθειμένα.
Το σημαντικότερο ίσως όμως είναι η κοινωνική διάσταση που έχει η διαδικασία ενός μαθήματος στο σχολικό περιβάλλον. Το μάθημα είναι μια συλλογική - κοινωνική διαδικασία στην οποία τα υποκείμενα κοινωνούν ως πρόσωπα και αλληλεπιδρούν ως κοινωνικά όντα, μετέχοντας με όλες τους τις αισθήσεις. Φανταζόμαστε την αποξένωση (από τον εαυτό και από τους άλλους) και την εντατικοποίηση ενός άγονου ατομισμού μπορεί να φέρει μια τηλεκπαίδευση;

Και τώρα τι;

Πράγματι, το ζήτημα είναι τεράστιο και πολλά μπορούν να ειπωθούν. Κυρίως όμως πρέπει να ειπωθούν από τους ανθρώπους που εμπλέκονται στο σχολείο.  Προς το παρόν, οι δυνάμεις της αδράνειας κάνουν την πιο σοβαρή δουλειά, μιας και οι εκπαιδευτικοί δεν είναι μαθημένοι να στηρίζονται στην ψηφιακή τεχνολογία στο μάθημά τους, ενώ οι μαθητές επιδιώκουν ένα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο πέρασμα μέσα από τις τάξεις, το οποίο θα τους εγγυηθεί ένα απολυτήριο χαρτί ή την πρόσβαση σε σχολές.
Ανάλογες συζητήσεις και κείμενα υπάρχουν ελάχιστα, απ΄όσο μπορώ να γνωρίζω. Κυρίως εστιάζουν στο εργασιακό πρόβλημα του εκπαιδευτικού και στο ταξικό ζήτημα, ότι οι φτωχοί μαθητές και δάσκαλοι θα μένουν διαρκώς πίσω από αδυναμία απόκτησης του ψηφιακού εξοπλισμού. Θα πρόσθετα ότι και το ελληνικό σχολείο είναι διαρκώς πίσω σε αυτόν τον τομέα κυρίως για οικονομικο-πολιτικούς λόγους. Το αίτημα να παρασχεθούν υπολογιστές ή ανάλογα ηλεκτρονικά μέσα σε όλους τους εκπαιδευτικούς και τους  μαθητές, μπορεί να προϋποθέτει μια ισότιμη βάση, αλλά παραβλέπει ένα σωρό άλλους σοβαρούς παράγοντες που αναφέρθηκαν.
Τα καίρια ερωτήματα όμως που θα οφείλαμε να θέσουμε πρώτα και να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια μένουν σε εκκρεμότητα. Όπως, τι γνώση χρειάζεται να προάγει το σχολείο και με ποια μέσα, ποιες ικανότητες και δεξιότητες πρέπει να μεταδοθούν στις νέες γενιές και με ποιο σκοπό;
Η συζήτηση μόλις έχει αρχίσει.
Μουρατίδου Μαρίνα

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Με αφορμή... το προσοντολόγιο


       Οι μεταπολιτευτικοί αγώνες για τον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών προσδιορίζονταν από το κοινωνικο -οικονομικό πλαίσιο της εποχής τους και δεν κατάφεραν να αμφισβητήσουν τα όριά του. Η επετηρίδα του μεταπολιτευτικού κράτους πρόνοιας συμβόλιζε το συλλογικό δικαίωμα στη δουλεία. Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ το 1998 συμπτωματικά ( ; ) συνέπιπτε με την ενταξιακή ολοκλήρωση  της Ελλάδας στην Ε.Ε. Σήμερα, το προσοντολόγιο ψηφίζεται μέσα σε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική επιβαλλόμενη από την Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ και τον Ο.Ο.Σ.Α.
     Όλα αυτά τα χρόνια, αργά και σταθερά το δικαίωμα στη σταθερή δουλειά καταρρέει και τη θέση του παίρνει το ξέφρενο κυνήγι της, με όρους και συνέπειες που έχουν περιγραφεί εκτενώς. Το προσοντολόγιο, πιο συγκεκριμένα, επιβάλλει στον ιδιώτη πτυχιούχο, ως νομοθετημένη προϋπόθεση για την πιθανή πώληση της πνευματικής του δύναμης, την προηγηθείσα εμπορευματική αγορά της. Με λίγα λόγια «αγοράζω χωρίς να ξέρω αν θα πουλήσω, προκειμένου να επιβιώσω, για να καταφέρω να ξαναγοράσω...» κοκ. Αυτό το βάρβαρο, χυδαίο, φαύλο κύκλο της εργασιακής εκμετάλλευσης συσκοτίζει ο Υπουργός Παιδείας, που βαφτίζοντας το κρέας «ψάρι» μιλά για «έγκυρο τρόπο διορισμών», «επιστημονική συγκρότηση», «αντισυνταγματικότητα της προϋπηρεσίας», «δίκαιη επιλογή», «αυθαίρετη συσχέτιση προσοντολογίου με την αξιολόγηση» (Alfavita, 8.01.2019).
     H μοριοδότηση των προσόντων, λοιπόν, συνιστά αγοροπωλησία αγοράζω τίτλους σπουδών από τη βιομηχανία των ΑΕΙ κλπ και τους πουλάω στο συλλογικό καπιταλιστή, το κράτος. Από την άλλη, αγοροπωλησία συνιστά και η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας, γιατί εξαργυρώνει την ήδη καταβληθείσα κοινωνική εργασία του ανέργου. Αγοροπωλησία, όμως, ήταν και η επετηρίδα, διότι το κράτος – εργοδότης αγόραζε το πτυχίο ανάλογα με το χρόνο κτήσης του.
Γ. Γαϊτης, Καπέλα
        Τα κινήματα διεκδίκησης της εργασίας για τους εκπαιδευτικούς, που ήταν κινήματα σοβαρής συσπείρωσης, δε θέλησαν να δουν την εμπορευματική συναλλαγή που περιγράψαμε. Μπορεί οι μορφές της εμπορευματικής συναλλαγής να αλλάζουν, αυτή όμως εν τέλει καθορίζεται από την ίδια σχέση∙ τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας. Αυτή η σχέση ήταν, είναι και θα είναι εκμεταλλευτική, εμπορευματική, ανταγωνιστική. Γιατί όταν κερδίζει ο εργοδότης, χάνει ο μισθωτός εργαζόμενος. Γιατί η ασφάλεια του κράτους (συλλογικός καπιταλιστής) προϋποθέτει την ανασφάλεια του εργαζόμενου. Γιατί η σταθερότητα του ενός προϋποθέτει την ευελιξία του δεύτερου. Και αντίστροφα.
      Aυτή τη σχέση ουδέποτε την αποκάλυπτε ο Αριστερός συνδικαλισμός, αλλά πάντα έμενε στις δυσλειτουργίες της, εν προκειμένω την ανεργία. Όπως επίσης, μόλις που κατάφερνε να ψυθιρίσει ότι η κύρια πλευρά της εκπαιδευτικής λειτουργίας  είναι το να αναπαράγει τους φορείς διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών και να τους προσανατολίζει, σύμφωνα με τις ανάγκες του καπιταλισμού, στις θέσεις που παράγει και αναπαράγει ο κοινωνικός (καπιταλιστικός) καταμερισμός εργασίας. Το κράτος, δηλαδή, πληρώνει ειδικευμένους εργαζόμενους, ώστε «αθόρυβα» να διαιωνίζουν τον καπιταλισμό με το σχολείο της αμάθειας. Κατά κανόνα, απέκρουε την κοινωνική ανισότητα και τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση.
     Η μεταπολιτευτική συνδικαλιστική και πολιτική μας πείρα σε σχέση με τα παραπάνω είναι πολύ φτωχή. Η θεωρητική οκνηρία, εξάλλου, αναπαράγει τη σύγχυση που δημιουργείται, καθώς η παραδοσιακή και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά υποκλίνεται στο αυθόρμητο των αγωνιστών που συσπειρώνεται στις επιτροπές και στα σωματεία. Από την άλλη πλευρά, οι αγώνες με αιχμές συντεχνιακά αιτήματα οδηγούν σε Πύρρειες «νίκες», που είτε παθητικοποιούν και απογοητεύουν αγωνιστές με κοινωνικές αναζητήσεις, είτε τους εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα όργανα συνδιαχείρισης, είτε στη χειρότερη των περιπτώσεων, τούς δείχνουν το δρόμο του συμβιβασμού. Για όλους αυτούς τους λόγους το φωτεινό παράδειγμα των εκπαιδευτικών χάνει πολύ από τη λάμψη του και τονίζει ακόμα περισσότερο την αλήθεια ότι αυθόρμητα οι εργαζόμενοι μπορεί να φτάσουν ως την πολιτική στα πλαίσια του συστήματος με τη μια ή την άλλη εκδοχή της, είτε τον αναρχοσυνδικαλισμό.
      Σήμερα το αίτημα μαζικοί διορισμοί των αναπληρωτών προβάλλεται ξανά ως αιχμιακό. Οι κινητοποιήσεις εντάσσουν στο κίνημα νέες δυνάμεις, οι οποίες ή θα αποστρατευτούν αν βολευτούν με αλλαγή της μοριοδότησης στα προσόντα ή θα απογοητευτούν γιατί δεν απαντιέται το πανκοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας. Όσο για τις αναγκαίες συμμαχίες με τους νεολαίους (φοιτητές, μαθητές) δεν επιτυγχάνονται όσο το σχολείο της αμάθειας και η υποβάθμιση των πτυχίων διατυπώνονται μόνο στις προκηρύξεις, χωρίς πρωτοβουλίες δημιουργίας γεγονότων έξω από τα σχολεία και μέσα στα πανεπιστήμια. Η νίκη προϋποθέτει ένα κίνημα που θα ζητά απαγόρευση των απολύσεων, μείωση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και όλων των εργαζόμενων (χωρίς μείωση μισθού), μείωση των μαθητών ανά τμήμα, βελτίωση των υποστηρικτικών δομών. Ανοικτά ΠΥΣΔΕ και ΑΠΥΣΔΕ. Συλλόγους που θα αποφασίζουν οι ίδιοι για την τύχη του σχολείου τους. Ενιαία δομή σωματείων δασκάλων και καθηγητών. Δουλειά για όλους τώρα. Μόρφωση για τα παιδιά της εργατικής τάξης.
      Η πάλη με βάση αυτό το δίπολο φτάνει το ρεφορμισμό και τον κινηματισμό στα όριά του και δημιουργεί όρους για πολιτικές σχέσεις μεταξύ πρωτοπόρων αγωνιστών.
      Βάσω Μούρτζη